- κατωφερές
- κατωφερήςhanging downmasc/fem voc sgκατωφερήςhanging downneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
низънесомъ — (1*) прич. страд. наст. Ведущий вниз: врѣжаеть себе и послушающа˫а к неполезнымъ дѣломъ [бранное слово]… едва аще възможеть прiвлещи д҃шю на положенье бο̃ч(с)ть˫а… ˫ако же се путемъ нѣкто шеству˫а теки [в др. сп. текии] ѿ нѣкихъ же приложении… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατωφερής — ές (ΑΜ κατωφερής, ές) κατηφορικός («κατωφερές μέρος») μσν. αρχ. βαρύς αρχ. 1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω («κεφαλή κατωφερής», Ξεν.) 2. αυτός που έχει ροπή προς τις ηδονές, λάγνος. επίρρ... κατωφερώς (ΑΜ κατωφερῶς) με κλίση προς τα κάτω,… … Dictionary of Greek
πεζούλι — το 1. αρχιτ. λίθινο τοιχίο στο προαύλιο ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάθισμα, αλλά και ως σημείο ίππευσης και αφίππευσης 2. μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατωφερές έδαφος, ανάλημμα, αναβαθμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα … Dictionary of Greek
πρανόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ κατωφερές, πρανές». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. πρανῶ] … Dictionary of Greek